εὖθ'

εὖθ'
εὖτε , εὖτε
when
indeclform (conj)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απένταρος — ο αυτός που δεν έχει πεντάρα, δεν έχει καθόλου χρήματα, άφραγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (στερ). + πεντάρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ευθ. Γουβέλη] …   Dictionary of Greek

  • προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …   Dictionary of Greek

  • προσέγγιση — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά κάθε φορά που πρόκειται να δώσουμε στην πράξη το μέτρο ενός μαθηματικού ή φυσικού μεγέθους. Αν, για παράδειγμα, έχουμε ένα ευθύγραμμο τμήμα AB και, ως μονάδα μήκους, ένα άλλο ευθ. τμήμα ΓΔ, τότε ορίζεται στα… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπαικτείο — το, Ν χαρτοπαικτική λέσχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπαικτεῖον, μαρτυρείται από το 1882 στον Εμμ. Ευθ. Γουβέλη] …   Dictionary of Greek

  • Σταθάς — I Επώνυμο αρματολών, οι οποίοι κατάγονταν από το Βάλτο. 1. Γεροδήμος. Περιώνυμος αρματολός της επαρχίας του Βάλτου, ο οποίος άκμασε το 18o αι. Το 1766, αφού πείστηκε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς από τον αποσταλμένο της Αικατερίνης B’ Έλληνα λοχαγό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”